- ἡμίλουτος
- ἡμί-λουτος, ον,A half-washed, Cratin.416.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημίλουτος — ἡμίλουτος, ον (Α) ατελώς λουσμένος, μισολουσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λούω] … Dictionary of Greek
ἡμίλουτοι — ἡμίλουτος half washed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek